Πέμπτη, Ιουνίου 26, 2008

Μπαρούτι και Μέλι


Τα άγρυπνα βράδυα του ο Νικήτας μονολογεί: «Εκεί να με άφηναν..., εκεί, ανάμεσα στις μηχανές που τρέχουν και τις γκόμενες που επιστρέφουν, τυλιγμένο σε καπνούς από τσιγάρο και λάστιχα, με γύρες σφηνάκια, μαύρα δερμάτινα κι αμάνικα μπλουζάκια - τα αγιασμένα φυλαχτά της εφηβείας της δεκαετίας του '80. Ο ίδιος μεγαλώνει απότομα κι έτσι δεν μαθαίνει ποτέ αν αξίζει να μετανιώνεις για τα μεγάλα λάθη σου ή αν το να μετανιώνεις είναι από μόνο του το μεγάλο λάθος. Κάνει μακροβούτια σε έναν κόσμο όπου η αγριάδα της νύχτας φέρνει στο φως ψυχές ηρωικές και φαρμακωμένες, γυναίκες περπατημένες και καταδικασμένες, που γυρεύουν να σωθούν μαζί με τον άντρα που ιδρώνει πάνω τους. Μα η έκσταση κρατά όσο n μία πλευρά της κασέτας με τις ροκ μπαλάντες. Το πάθος, σαν το μπαρούτι και το μέλι, είναι γένους ουδετέρου. H ζωή, όμως, είναι θηλυκό, όπως η μοίρα, αλλά κι ετούτη εδώ, n ανεπανόρθωτα αρσενική ιστορία.


Έφτανε μια ματιά για να αναγνωρίσεις τα είδος, της γυναίκας που για χάρη της γίνονται οι πόλεμοι, τα διαζύγια, τα εγκλήματα τιμής. Αυτές τις μυθικές γυναίκες που είναι πλασμένες, λες, από ένα παράξενο κράμα ανάκατο μπαρούτι και μέλι. Κι όποιος βρεθεί στο διάβα τους ξεστόμιζε προσευχές ή κατάρες...

Πάνω απ' όλα χρώσταγα το ξεπλήρωμα της μεγαλύτερης από τις μεγάλες ύβρεις που είχα διαπράξει: το να μη δίνεσαι ολόψυχα σε αυτό πού ζεις, να μην το απολαμβάνεις. Να μην εκτιμάς, να μη σέβεσαι αυτό που ζεις, ακόμη κι όταν είναι τόσο ωραίο πού όλοι γύρω σε ζηλεύουν γι' αυτό. Ποιος νομίζεις πως είσαι;

Περπάτησα το διάδρομο ανάμεσα στις ορτανσίες, τα τρια­ντάφυλλα και τα λίλιουμ, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο. Φυσούσε. Μια νεαρή μητέρα κρατούσε σφιχτά ένα αγοράκι απ' το χέρι. Έβαλα μπρος. Αλλά πού να πάω; Όλα όσα άξιζαν ανάσαιναν μακρυά μου, αποκλεισμένα για πάντα από εμένα. H Κλεψύδρα στέρευε οριστικά. Κι αυτή είναι μια σκέψη που δεν παίρνει παρηγοριά.


Γιώργος Ν. Πολίτης

Εκδόσεις IntroBooks

Δεν υπάρχουν σχόλια: