Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006

Παλιά ήταν παιδί...

Ήταν μοναδική περίπτωση ανθρώπου. Δεν ήταν κακός, αν και όλες οι μανάδες φώναζαν να μην τον πλησιάζουμε. Ήταν μάλλον παρεξηγημένος. Το κουβαλούσε το κουσούρι του αλλά να ήταν ο μόνος; Τι να πεις...
Κυκλοφορούσε δημιουργώντας πάντα μία ένταση γύρω του...
Ωραία ένταση, με χρώματα, με συναισθήματα, χαρούμενη και γλυκόπικρη σαν την καλή τη σοκολάτα που έτρωγα το Πάσχα...

Περπατούσε χειρονομώντας έντονα, μιλούσε δυνατά, συνήθως κοιτώντας ψηλά...
Λες και τον άκουγε Εκείνος από κει πάνω και του απαντούσε. Ποιος άλλος θα μπορούσε...
Του τα έχωνε κανονικά συνέχεια, μάλλον δεν θα τα έβρισκαν ποτέ οι δυο τους...
Ήταν μια συζήτηση ανάμεσα σε φίλους που οι σχέσεις τους εναλλάσσονταν από αγάπη σε μίσος και αγανάκτηση σε χρόνους δευτερολέπτων. Μιλάμε για πολλές εναλλαγές...

Τα παντελόνια του, γεμάτα μπαλώματα, έπεφταν από την θέση τους και τα σώβρακά του ανέμιζαν σαν πειρατικές σημαίες. Οι τσέπες του κουδούνιζαν γεμάτες από τους πολύχρωμους βόλους. Τους έφτιαχνε μόνος του από κομμάτια τζαμιού που τα έτριβε με υπομονή και μετά τα ζωγράφιζε. Που τα έβρισκε τέτοια χρώματα! Λεφτά δεν είχε στις τσέπες. Μόνο βόλους. Φορούσε πολύχρωμα πουκάμισα που θύμιζαν τα τεντόπανα της δεκαετίας του ’70. Ή κάποια άλλα σαν τα πλαστικά καρό τραπεζομάντιλα που πουλούσαν στις λαϊκές. Το καπέλο του, ένα τζόκεϊ από αυτά τα αμερικάνικα που ξέμειναν όταν ήρθε ο 6ος στόλος. Τότε με τη χούντα. Τα πουλούσαν στα παλιατζίδικα αλλά αυτός το βρήκε πεταμένο στο δρόμο, θύμα ενός καλοκαιρινού μπουρινιού και το κράτησε. Λες να το έστειλε Εκείνος από πάνω; Πολύ που τον ένοιαζε! Δεν του καίγονταν καρφί...

Το βλέμμα του ήταν πεντακάθαρο και έλαμπε. Ένα φως έπαιζε στα μάτια του...
Έβλεπε μέσα από τα πράγματα, μέσα από τους ανθρώπους. Έβλεπε τα είδωλα του καθρέφτη κανονικά και τα κανονικά ανάποδα. Παράξενο που ήτανε. Στεκότανε μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη, δεξιά από την πόρτα του κουρείου, με γυρισμένη την πλάτη. Προσπαθούσε να γυρίσει γρήγορα, τόσο γρήγορα για να δει την πλάτη του πριν κι αυτή γυρίσει. Του είχε κολλήσει από ένα Λούκυ Λουκ. Εκείνος πως μπορούσε να είναι πιο γρήγορος από την σκιά του, θα το κατάφερνε κι αυτός...

Μόνο όταν τον πότιζαν ρακές κάτι μάγκες, για να γελάσουν μαζί του, μιλούσε κανονικά. Έλεγε αυτά που έλεγαν όλοι, κανονικά πράγματα. Το βλέμμα του όμως ήταν θολό, η ανάσα του βαριά και βρώμικη. Δεν Του τα έχωνε πια. Μουρμούραγε σαν τους άλλους, τους κανονικούς. Γρίνιαζε σαν τους όλους άλλους. Κανονικός άνθρωπος. Το έχανε το χάρισμα. Το ανάστημα πουλιόταν σε ένα ποτήρι ρακή.

Τα Χριστούγεννα ήταν πάντα αμίλητος, θλιμμένος. Δεν τον πείραζε που ήταν μόνος. Όλο και κάποιος καλός χριστιανός θα τον φρόντιζε ταΐζοντάς τον και με κάποια παλιά ρούχα θα τον έντυναν. Καθόταν κάθε βράδυ δίπλα στην μεγάλη φάτνη της κεντρικής πλατείας και έκλεγε με δάκρυα βουβά. Έκλαιγε για το μωράκι στη φάτνη. Έλεγαν ότι παραμιλούσε, ότι Του τα έχωνε πάλι. Ότι θα έπρεπε να ντρέπεται που αφήνει ένα μωρό στο κρύο, χειμώνα με χιόνια. Δεν ήταν σωστά πράγματα αυτά. Δεν έφταιγαν τα παιδιά σε τίποτα. Κι αυτός δεν έφταιγε, γιατί ένα παιδί ήταν σε σώμα που μεγάλωνε χωρίς να μπορεί να το σταματήσει...

Όταν έφτανε το Πάσχα τραγουδούσε και χόρευε στο δρόμο. «Κανείς δεν πεθαίνει όταν ανθίζουν τα λουλούδια...» έλεγε. «Κανείς δεν πεθαίνει ποτέ...». Ήξερε αυτός, του το είχε πει Εκείνος, ο φίλος του. Στην περιφορά του Επιταφίου πάντα κρατούσε το μεγαλύτερο εξαπτέρυγο, το πιο βαρύ και το πιο λαμπερό. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να το σηκώσουν και οι νέοι ντρέπονταν πια. Κοιτούσε ψηλά και έγνεφε με ένα πονηρό βλέμμα λες και κάτι του έλεγε Εκείνος. Γυρνούσε, χαμογελούσε και έψαλε με κρυστάλλινη φωνή τα τροπάρια όταν ήθελε αυτός. Πολλές φορές αναγκάζονταν να τον ακολουθήσουν και οι ψαλτάδες. Τρελά πράγματα. Ήταν ο τελετάρχης Του.

Περνώντας τα χρόνια τον βρήκα ξανά και ξανά μπροστά μου. Σε πόλεις, σε χωριά, σε νησιά, όπου κι αν πήγα ήταν εκεί. Ένας σαν κι αυτόν. Ο πρωταγωνιστής κάθε κοινωνίας. Ο τρελός του χωριού...

Και τώρα τον συναντώ κάθε μέρα. Διασταυρώνομαι μαζί του στο δρόμο, είμαστε στην ίδια ουρά στην τράπεζα, βρισκόμαστε δίπλα στο μποτιλιάρισμα, τρώμε στο ίδιο εστιατόριο...
Μόνο που, αν και δημιουργεί μια ένταση γύρω του όπως τότε, όλα έχουν αλλάξει. Το βλέμμα του είναι μόνιμα θολό. Δεν κοιτάει ποτέ ψηλά, μάλλον τον έχει ξεχάσει Εκείνον εκεί πάνω. Σπάνια γελάει και ακόμη σπανιότερα κλαίει. Τα σώβρακά του πάλι ανεμίζουν και τα παντελόνια του σέρνονται. Το τζόκεϊ στο κεφάλι του είναι πλέον μάρκας. Και όταν μιλάει στο δρόμο μιλάει δυνατά αλλά φοβισμένα με τα καλώδια να τρέχουν σε όλο του το σώμα. Απευθύνεται σε κάποιους που μάλλον τον έχουνε γραμμένο. Φαίνεται από την αγωνία στη φωνή του, από το γερασμένο του σώμα...

Δεν είναι πια παιδί σε λάθος σώμα. Είναι ένα λάθος σε όλα...

Εκείνος κάποτε τον άκουγε, ίσως και να του απαντούσε πράγματι. Αυτοί, δεν τον υπολογίζουν. Είναι αναλώσιμος, ένας από τους πολλούς. Δεν ξεχωρίζει σε τίποτε από τις μάζες. Δεν έχει πια το χάρισμα...

Έχει πλέον το χωριό μας πολλούς τρελούς...

8 σχόλια:

Marialena είπε...

Ευτυχισμένους τρελλούς δεν ξέρω αν έχει το χωριό μας, αλλά από τους δυστυχείς και ανθρώπους σε αδιέξοδα βρίθουμε. Καλημέρα φίλε Sig. Πάμε παρακάτω...

mario είπε...

πολύ όμορφο..
καλημέρα sigmund

The Motorcycle boy είπε...

Έτσι ήταν και σε εκείνο το διάλογο από το Rumble Fish:
Steve: I don't know why someone hasn't taken a gun to your head and blown it off.
The Motorcycle Boy: Even the most primitive of societies have an innate respect for the insane.

Ανώνυμος είπε...

Μου θύμισες άλλες εποχές, τότε που οι άνθρωποι στις γειτονιές γνωρίζονταν, χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον στους δρόμους, αφήναν τις πόρτες ξεκλείδωτες. Τις αναπολώ αυτές τις μέρες. Πολύ καλό δάσκαλε (το έμαθα το μάθημά μου, τι λές?)!

homelessMontresor είπε...

Τι διαβάζω η τρελή μεσημεριάτικα! Έχεις δίκιο... δεν υπάρχουν καν αληθινοί τρελοί πλέων!

ZissisPap είπε...

@ marialena, Shakespeare in love, homelessMontresor
Υπάρχουν χαρισματικοί άνθρωποι ανάμεσα μας...
Είναι δε τόσο χαρισματικοί που δύσκολα τους εντοπίζεις...
Πρέπει να κοιτάς τα είδωλα κανονικά και τα κανονικά ανάποδα :)

@ mario
Ευχαριστώ :)

@ The Motorcycle boy
Mου θύμισες πως για να γλιτώσουν οι πρώτοι εξερευνητές το κεφάλι τους από τους "πρωτόγονους" το έπαιζαν τρελοί :PPP

zouri1 είπε...

σωστος

divine mitsakos είπε...

ti wraio keimeno!